- κεφαλόβρυση
- ηπηγή τρεχούμενου νερού, κεφαλάρι, νερομάνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεφαλόβρυση — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 158 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 55 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αετού. * * * η κεντρική πηγή απ όπου ρέει… … Dictionary of Greek
κεφαλόβρυσο — Ονομασία δέκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 431 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, κοντά στον μυχό της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, 13 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου … Dictionary of Greek
βρύση — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 64 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων. Έως το 1954 ονομαζόταν Μικρή Τράβα. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 350 κάτ.) στην … Dictionary of Greek
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek
Ευθυμίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Οπλαρχηγός από τη Λαμία. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και σκοτώθηκε στην πολιορκία της Αθήνας. 2. Στράτος. Καταγόταν από το Αγγελόκαστρο της Αιτωλίας. Πολέμησε στο Αγρίνιο, στον Πέτα, στην Κεφαλόβρυση … Dictionary of Greek
κεφαλόβρυσο — το κεφαλόβρυση, κεφαλάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)